Το περιεχόμενο αυτού του ιστολογίου προέρχεται από το πρόγραμμα των πολιτιστικών δραστηριοτήτων
που υλοποιήθηκε με τη συμμετοχή και συνεργασία των μαθητών της Α' και Β΄ τάξης του 2ου Γυμνασίου Νίκαιας κατά το σχολικό έτος 2002-2003.
Οι ενότητες που υπάρχουν δεξιά αντιστοιχούν στα κεφάλαια του βιβλίου που εκπονήθηκε με τη συνεργασία των μαθητών.

7. Βάγγος ο Νικαιώτης

Βάγγος ο Νικαιώτης.
Παίκτης του θεάτρου σκιών.

«Ο Λόγος που μένω εδώ ακόμη είναι ότι δεν κάνω αποστασία σ' αυτόν τον κόσμο της Κοκκινιάς. Αυτοί με τα χειροκροτήματά τους μ' έκαναν Βάγγο, μου έδωσαν διαβατήριο να ταξιδέψω σ' όλη την Ευρώπη και σ' όλο τον κόσμο».
Ο Βαγγέλης Κορφιάτης, ο γνωστός μας Βάγγος, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1922 και ήταν ένα από τα τρία παι­διά μιας αστικής οικογένειας. Ο πατέ­ρας του ήταν Διευθυντής στους σιδη­ροδρόμους. Στα έξι του χρόνια έμεινε ορφανός από μητέρα. Μετά το θάνατο της μητέρας του τον κράτησε για πέντε έξι μήνες μια κοπέλα, η Μαρίκα, η οποία τον έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με το θέατρο σκιών. Τον πήγε στο Πασαλιμάνι όπου έπαιζαν δύο με­γάλοι καραγκιοζοπαίκτες. Ο Γιάννης ο Μωρός και Θανάσης ο Δεδούσαρος.
«Αυτό ήταν και το εμβολίασμά μου. Στις αναμνήσεις μου το γράφω. Ό,τι έγινα το χρωστάω στη Μαρίκα. Οι γονείς μου μπορεί να μη με πήγαιναν ποτέ γιατί ήταν αστοί».
Στη σκηνή πρωτομπήκε σε ηλικία 8 χρόνων. Ήταν τότε που έφυγαν απ' τον Πειραιά και εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά στην οδό Αργυροκάστρου. Κοντά στο σπίτι του έστησε ένα μεγάλο θέατρο σκιών ο Γιάννης Ιατρίδης. Έπαιζε τότε ένα έργο και παρουσίαζε μια κηδεία. Σε κάποια σκηνή γινόταν η περιφορά του νεκρού (με τις νεκροφόρες και τον κόσμο που ακολουθεί) και χρειαζόταν παιδάκια να κρατούν όπως - όπως διάφορες φιγούρες.
Ο τρόπος που ο μικρός Βαγγελάκης κράτησε τη φιγούρα, μάλλον ενθουσίασε τον Ιατρίδη, που του εξασφάλισε δωρεάν θέαμα κάθε μέρα.
«Μπορείς να έρχεσαι εδώ και δεν θα πληρώνεις εισιτήριο» του είπε ο Ιατρίδης.
Μετά από λίγο ο Βάγγος έγινε μαθητής του και σε δύο χρόνια βοηθός του. Και είναι αυτός που όπως λέει και ο ίδιος του άνοιξε τις πόρτες και τον γνώρισε με όλους τους μεγάλους καραγκιοζοπαίκτες που έπαιζαν εκείνη την εποχή στην Αθήνα. Το Μόλλα, το Μανωλόπουλο, το Χαρίδημο, τον Ξάνθο, τον Κουτσούρη.
Τότε πια άρχισε να παίρνει στα σοβαρά τα πράγματα. Κάθεται και φτιάχνει μόνος του εργαλεία - μια και είχε τάση στη ζωγραφική και το σχέδιο, και στα δεκατρία του χρόνια είναι «ξεμυαλισμένος» οριστικά.
Αποφασίζει να ασχοληθεί με το «θέατρο σκιών», πράγμα που του στοίχισε πολύ ακριβά. Ο πατέρας του, που έχει άλλα όνειρα γι' αυτόν, τον διώχνει απ'  το σπίτι. Και ο Βάγγος σε ηλικία μόλις δεκατριών χρόνων αναγκάζεται εκτός απ' τη δουλειά που έκανε σαν βοηθός Καραγκιοζοπαίκτη, να κάνει άλλες τρεις δουλειές. Δουλεύει σ'  ένα φούρνο στο Μοσχάτο απ'  όπου κουβαλάει τα καρβέλια στα πρατήρια, στα σφαγεία. Κουβαλάει βαλίτσες στα καραβάκια στο λιμάνι του Πειραιά και πουλάει πασατέμπο στο θέατρο σκιών του Χαρίδημου.
Σε τέσσερα χρόνια, δουλεύοντας είκοσι ώρες την ημέρα, σκαρώνει το πρώτο του θεατράκι, στην Πέτρου Ράλλη, απέναντι απ' το Κρατικό, το 1939. Μία μέρα, βγαίνοντας συναντά τον πατέρα του, που τον περιμένει έξω. Η σκηνή, όπως μας την περιγράφει, είναι συγκινητική:
«Μικρέ, μου λέει, με νίκησες (γιατί εγώ κέρδιζα τότε πεντακόσιες δραχμές την ημέρα στο θέατρο. Πολλά λεφτά για την εποχή). Με νίκησες, μου λέει. Δεν σε φοβάμαι πια και σε καμαρώνω».
Έτσι συμφιλιώνεται με τον πατέρα του, που τον βάζει και στον σιδηρόδρομο. Εκεί θα δουλέψει 15 χρόνια. Και μετά θα φύγει οριστικά πια έχοντας ως κύριο επάγγελμα του το θέατρο σκιών.
«Η αγάπη μου γι' αυτό μεγάλωνε μαζί μου γιατί ήθελα να πω κάποια πράγματα. Λίγο η ορφάνια μου, λίγο η ταλαιπωρία μου, λίγο η πείνα που έβλεπα τότε γύρω μου, ήθελα να πω κάποια πράγματα και προκειμένου να τα λέω σ' ένα τραπέζι να με περνούν για τρελό.., ένας λόγος περισσότερος που αγάπησα το επάγγελμά μου. Γιατί μέσα απ' αυτό εκφραζόμουν. Έτσι έλεγα εκείνα που ήθελα. Ήταν ένα μέσο έκφρασης για μένα. Κελάηδησα την ορφάνια μου, την πείνα, τη συμφορά»
Από τότε έκανε μεγάλα θέατρα. Γύρισε όλη την Ευρώπη. Πήγε στην Αμερική, την Αυστραλία, τη Ν. Ζηλανδία.
«Ο Καραγκιόζης με ταξίδεψε εκεί που δεν θα πήγαινα εγώ ούτε στον ύπνο μου».
Η τελευταία του δουλειά και η πιο σοβαρή, η πιο χρυσή δουλειά της ζω­ής του, ήταν το 1964-65 που πήρε το κέντρο που τραγουδούσε ο Καζαντζί­δης στο Μοσχάτο, την ταβέρνα του Κουλουριώτη. Κάθε βράδυ έκοβε χίλια με χίλια διακόσια εισιτήρια.
Αυτό το θέατρο το γκρέμισε με μπουλντόζες η Χούντα το 1968 και σε άλ­λα δύο του ακύρωσε τις άδειες. Ο Βάγγος δεν το έβαλε κάτω. Κάνει ό,τι μπο­ρεί γι' αυτό που αγαπάει. Διαβάζει όσο μπορεί, θέλει να κρατήσει το θέα­τρο σκιών ζωντανό.
«Για να μπορώ να κάνω ένα Διονύσιο να είναι Ζακυνθινός και όχι Κεφαλλονίτης διάβασα πολύ Ξενόπουλο. Ή είσαι δημιουργός της τέχνης ή ένα μαγνητόφωνο. Ήθελα απλά να κάνω σωστά τη δουλειά μου, να μην κο­ροϊδεύω τον κόσμο. Κι ο κόσμος το τιμούσε αυτό. Η τέχνη ανανεώνεται με το λόγο. Γι' αυτό πρέπει να διαβάζεις, να 'χεις υλικό αποταμιευμένο και στο διάλογο που διαμορφώνεις, σ' όποιο έργο παίζεις, να ξεκρεμάς και να πουλάς στο κοινό σου... αλλιώς η τέχνη δε ζει».
Και με τις φιγούρες το ίδιο. Στην αρχή φτιάχνει φιγούρες σκαλιστές από χαρτόνι. Μετά έρχεται το δέρμα. Το μαθαίνει από τον Μόλλα, που το γνώρι­σε στην Αίγυπτο από κάτι γέρους καραγκιοζοπαίκτες. Είναι όμως πανάκρι­βο και απαιτεί μεγάλο κόπο. Στην αρχή φτιάχνει έναν «πρόλογο» από δέρ­μα. «Πρόλογο» έλεγαν οι καραγκιοζοπαίκτες τις βασικές φιγούρες του θεάτρου σκιών. Τον Καραγκιόζη, το Χατζηαβάτη και τον μπάρμπα-Γιώργο, που έπαιζαν συχνά και γι' αυτό έσπαγαν εύκολα. Μετά αρχίζει να δουλεύ­ει κυρίως το δέρμα για όλες τις φιγούρες.
Αλλάζει τη στολή του μπάρμπα - Γιώργου και την κάνει πιο Ρουμελιώτικη. Στο θέατρο του απασχολεί πέντε όργανα. Πιάνο, κορνέτα, κλαρίνο, ντραμς - τζαζ την έλεγαν τότε - και τρομπόνι. Πολλές φορές έχει και επώνυ­μο τραγουδιστή. Πολλοί λαϊκοί μουσικοί έλυναν το εργασιακό τους πρό­βλημα με τη συμμετοχή τους στις διάφορες παραστάσεις του Καραγκιόζη.
Ο Βάγγος Κορφιάτης πιστός πάντα σ' αυτό που αγάπησε και που με σε­βασμό υπηρέτησε, γράφει τις αναμνήσεις του. Αναφέρεται, όπως μας είπε, στο ιστορικό μέρος του θεάτρου σκιών, αλλά κυρίως στο αρχέτυπο του.
Γιατί «μια τέχνη, είναι ελλιπής όταν δεν ξέρεις από που ξεκινάει, ποιος είναι ο πειρασμός».
Και εδώ ο πειρασμός ήταν η σκιά. Ο πιο πιστός σύντροφος του ανθρώ­που στις περιπλανήσεις του.
Αναφέρεται μετά στην υφαντική τέχνη, ένα στοιχείο απαραίτητο στο θέατρο σκιών, στο πώς φτιάχνεται το πανί.
Αλλά κυρίως στο τεχνικό μέρος. Πώς γίνεται μια φιγούρα, πώς γίνεται το σκάλισμα, πώς γίνεται η ζωγραφική, πώς κατασκευάζεται το δέρμα. Αυτό τον ενδιαφέρει να μείνει γιατί «δεν ξέρεις τι γίνεται».
«Το θέατρο σκιών είναι ό,τι περισσότερο αγάπησα στη ζωή μου. Πρώτα γιατί ήταν το παιχνίδι των παιδικών μου χρόνων και κατόπιν το επάγγελμά μου. Επάγγελμα που με βοήθησε να είμαι σε διαρκή επικοινωνία με το λαό, να κάνω γέλιο τον πόνο, χαρά τη λύπη του. Να σατιρίσω, όσα το μικρό μου μυαλό κατάφερε, όλα όσα αγνοούν τη νοημοσύνη μας και την ανθρώπινη ιδιότητα. Παρά τα δεινά που πέρασα μέχρι να γίνω αυτό που είμαι, δε μετάνιωσα ούτε για μια στιγμή που έγινα παίκτης του θεάτρου σκιών. Μακαρίζω τους πρωτομάστορες του θεάτρου σκιών που μου δίδαξαν την τέχνη, μια τέχνη τόσο αυτόνομη όσο και δημιουργική...
Την προσπάθειά μου αυτή δεν την κάνω από φιλοδοξία. Είναι το στερνό μου καθήκον σ' αυτό που αγάπησα στη ζωή μου, στο θέατρο σκιών».

Για τη ζωή και την τέχνη του
μας μίλησε ο Βάγγος στο σπίτι του
στη Νίκαια στις 29 Νοεμβρίου του 2002